Ο Φαραώ Τουταγχαμών εξακολουθούσε να εκδικείται όσους τόλμησαν να συλήσουν τον τάφο του. Ο Λόρδος Carnarvon, που είχε χρηματοδοτήσει τις ανασκαφές και ο Άγγλος αρχαιολόγος Howard Carter, που είχε ανοίξει πρώτος τον τάφο στις 16 Φεβρουαρίου του 1923 και μια σειρά άλλων που σχετίζονταν με το σπουδαίο αυτό αρχαιολογικό εύρημα στην Αίγυπτο, όλοι έχασαν τη ζωή τους κάτω από μυστηριώδεις και ανεξήγητες συνθήκες και όλοι αυτοί θεωρήθηκαν θύματα της περίφημης Κατάρας των Φαραώ.
Έτσι, λοιπόν, στις 20 Φεβρουαρίου του 1930, οι Λονδρέζοι πληροφορήθηκαν κατάπληκτοι ότι ο Richard Luttreli Pilkington Bethell, Γ’ Βαρόνος του Westbury, ο οποίος είχε μετάσχει στις ανασκαφές του Λούξορ, αυτοκτόνησε, πέφτοντας στο κενό από τον έβδομο όροφο του διαμερίσματός του, βρίσκοντας βίαιο θάνατο.
Ο θάνατός του ανέβαζε σε έντεκα τις τραγωδίες που σχετίζονταν με τις ανασκαφές του τάφου του Φαραώ Τουταγχαμών, ο οποίος είχε καταραστεί προκαταβολικά εκείνους που θα τολμούσαν να τον ενοχλήσουν στην τελευταία του κατοικία.
Η κατάρα, που ήταν χαραγμένη στην είσοδο του τάφου του, έγραφε:
«Ο θάνατος θα έρθει με τις γρήγορες φτερούγες του σε εκείνον που θα θίξει τον τάφο του Φαραώ. Καμιά δύναμη δε θα μπορέσει να τον σώσει».
Ο γιος του Βαρόνου του Westbury, ο Λοχαγός Richard Bethell, υπήρξε ο προσωπικός γραμματέας του αρχαιολόγου Howard Carter κατά τη διάρκεια των ανασκαφών στην Αίγυπτο. Όταν επέστρεψε πίσω στη γενέτειρά του, είχε φέρει μαζί του πολλά μοναδικά έργα τέχνης, τα οποία τα είχε τοποθετήσει στο μέγαρο του πατέρα του.
Τελικά, στις 15 Νοεμβρίου του 1929, ο νεαρός Λοχαγός Bethell βρέθηκε νεκρός στο κρεβάτι μιας λέσχης και κανείς ποτέ δεν έμαθε τι προκάλεσε τον μυστηριώδη θάνατό του.
Σ’ ένα κομμάτι χαρτί από πρωινή εφημερίδα, ο αυτόχειρας Βαρόνος του Westbury άφησε λίγες λέξεις για να δικαιολογήσει την πράξη του:
«Πεθαίνω, διότι δεν αντέχω να υποφέρω περισσότερο τα φαντάσματα που με καταδιώκουν».
Μετά την τραγωδία αυτή, κατέφτασαν στο σπίτι του Βαρόνου οι Αρχές. Ο δικηγόρος του δήλωσε τα εξής:
«Ο Βαρόνος έπασχε από καιρό. Τον είχα δει πολλές φορές να μοιάζει νυσταλέος και συγκεχυμένος. Επί μήνες είχε νοσοκόμους στο πλευρό του, μέρα και νύχτα. Πέντε χρόνια πριν τον είχα ακούσει να μιλάει για πιθανή αυτοκτονία του, αλλά το εξέλαβα ως αστεϊσμό».
Ο αποθανών είχε αφήσει δύο επιστολές, μία προς τη σύζυγό του και μία προς την οικονόμο του. Πάντως, η νοσοκόμα του, η δεσποινίς Τέρες, ανέφερε ότι είχε νοσηλεύσει τον Βαρόνο για δέκα εβδομάδες κατά το διάστημα της νύχτας. Επεσήμανε πως ο νεκρός συνήθιζε να κοιμάται ήρεμα κάποιες νύχτες, εκτός κι αν ήταν εξαιρετικά ταραγμένος. Πολλές φορές είχε κρυολογήσει και πήρε φάρμακα κατ’ εντολή των ιατρών. Είχε υποστεί εγχείρηση και συχνά καταλαμβανόταν από σπασμούς.
Τη νύχτα πριν την αυτοκτονία, η νοσοκόμα του είχε δώσει βρώμιο και λίγη ηρωίνη, όπως συνηθιζόταν. Γύρω στα μεσάνυχτα, ο Βαρόνος σηκώθηκε και ήπιε ένα ρόφημα. Στις τρεις τα ξημερώματα έλαβε συμπλήρωμα ηρωίνης και ξανακοιμήθηκε. Όταν σηκώθηκε το πρωί στις 7, ήταν ήσυχος. Αλλά μιας και ήταν νωρίς, ζήτησε από τη νοσοκόμα να τον αφήσει να ξεκουραστεί για λίγο ακόμα και να τον ξυπνήσει στις 8.
Η νοσοκόμα έριξε λίγα ξύλα στη φωτιά, ετοίμασε τον καφέ του και επέστρεψε για να ετοιμάσει το πρόγευμα. Εκείνη τη στιγμή ακούστηκε ο φοβερός κρότος ενός σπασμένου τζαμιού. Έτρεξε στο δωμάτιο του Βαρόνου και βρήκε το κρεβάτι του άδειο και το παράθυρο ανοιχτό. Οι κουρτίνες είχαν τραβηχθεί και τα γράμματα ήταν αφημένα πάνω στο τραπέζι. Έτρεξε αμέσως κάτω αναστατωμένη, αλλά δεν την άφησαν να προχωρήσει, για να μην δει το άγριο θέαμα. Δεν είχε περάσει ποτέ από το μυαλό της ότι ο Βαρόνος θα προέβαινε σε αυτοχειρία.
Το πτώμα του βρέθηκε σωριασμένο στο πεζοδρόμιο με πολλαπλές εξόφθαλμες κακώσεις. Μια γυναίκα που σκούπιζε το πεζοδρόμιο την ώρα εκείνη, υπέστη σοκ και μεταφέρθηκε στο νοσοκομείο.
Ο Βαρόνος του Westbury διατηρούσε τον τίτλο του για 52 έτη, τον οποίο είχε κληρονομήσει από τον πατέρα του. Είχε διατελέσει διευθυντής μεγάλης εταιρείας και ήταν ιδιοκτήτης αλόγων ιπποδρομίας. Η σύζυγός του, με την οποία ζούσαν χωριστά τα τελευταία χρόνια, μόλις έμαθε τα άσχημα νέα, έφτασε στο μέγαρό του μαζί με τον δικηγόρο της.
Ο Έρικ Ντέιμον, υπηρέτης του Βαρόνου για τριάντα χρόνια, ανακοίνωσε στους δημοσιογράφους τα εξής αξιοπερίεργα, που είχαν συμβεί στον κύριό του:
«Όταν ο Βαρόνος είχε επιστρέψει από την Αίγυπτο, συνοδευόμενος από τον γιο του, έφεραν μαζί τους μερικά αριστουργήματα που είχαν ανακαλυφθεί στον τάφο του Φαραώ. Από τότε, όμως, είχε χάσει πια όλη την ευθυμία του. Δεν ήταν ο ίδιος άνθρωπος πλέον. Ένας αόριστος φόβος τον κατείχε, ένας φόβος που ποτέ δεν μπόρεσε κανείς να εξηγήσει.
Τη νύχτα ταρασσόταν από φρικτούς εφιάλτες, που τον ανάγκαζαν να μένει άγρυπνος επί ολόκληρες εβδομάδες. Η κατάστασή του αυτή επιδεινώθηκε μετά τον μυστηριώδη θάνατο του γιου του. Όταν του ανακοίνωσαν το τραγικό αυτό γεγονός, έχασε τις αισθήσεις του. Μα, μόλις συνήλθε, τον άκουσα να λέει:
-Το περίμενα! Με είχαν προειδοποιήσει! Τώρα είναι η σειρά μου… Ο Φαραώ δε θα μου χαριστεί…
Επειδή η κατάσταση της υγείας του διαρκώς χειροτέρευε, αναγκαστήκαμε να τον μεταφέρουμε σ’ ένα νοσοκομείο, όπου υποβλήθηκε σε θεραπεία του νευρικού του συστήματος για δύο μήνες. Όταν επέστρεψε στην οικία του, έδειχνε καλύτερα, αλλά δυστυχώς οι εφιάλτες δεν τον είχαν εγκαταλείψει. Τον τυραννούσαν μέχρι το μοιραίο τέλος του».
Κατόπιν και του ενδέκατου αυτού θανάτου που σχετιζόταν με την Κατάρα των Φαραώ, η αγγλική κοινή γνώμη διερωτόταν πόσοι θα πέθαιναν ακόμη από αυτό το υπερφυσικό κακό, που είχε εξαπολύσει στους εμπλεκομένους ο ίδιος ο Τουταγχαμών από τον τάφο του.
Η είδηση δημοσιεύθηκε στην εφημερίδα «ΕΜΠΡΟΣ», στις 01/03/1930…
Από strangepress