Τον 12ο αιώνα στην περιοχή του Ρήνου και στη βόρεια Ιταλία, αλλά βασικότερα στη νότια Γαλλία, έδρασε η Χριστιανική αδελφότητα των Καθαρών. Ονομάστηκαν επίσης Αλβιγηνοί απο την πόλη Αλμπί της νότιας Γαλλίας, που ήταν το σημαντικότερο κέντρο τους.
Οι Καθαροί διαδέχθηκαν τους Γνωστικούς ( για περισσότερες πληροφορίες δείτε: ΟΡΓΑΝΩΣΗ ΚΑΙ ΜΥΣΤΗΡΙΑ ΣΤΟ ΓΝΩΣΤΙΚΙΣΜΟ και Τα Χειρόγραφα του Ναγκ Χαμαντί ) της ύστερης αρχαιότητας. Πρέσβευαν πως ο Καλός Θεός με τον Υιό του, τον Χριστό, αντιμάχεται έναν κακό θεό, τέκνο του οποίου είναι ο σατανάς. Οι Καθαροί αποστρέφονταν όλα τα υλικά και επίγεια πράγματα, γιατί πίστευαν ότι αποτελούσαν δημιουργήματα του κακού θεού και του σατανά.
Θεωρούσαν την Παλαιά Διαθήκη ως κάτι κακό, γιατί ο θεός των Εβραίων είναι ένας κατώτερος θεός, φθονερός, δολοφόνος, κομπλεξικός και αυτό το βιβλίο ήταν το βιβλίο του δημιουργού της ύλης που παγίδευσε την ανώτερη ψυχή των ανθρώπων μέσα στον υλικό κόσμο.
Μέσω του ασκητισμού, οι Καθαροί επεδίωκαν να μείνουν μακρία απο τη ρυπαρότητα του υλικού κόσμου. Οι επικεφαλής τους θεωρούσαν εαυτούς μύστες ή τέλειους. Τίποτα δεν μπορούσε να τους απομακρύνει απο τον δρόμο προς το πνεύμα. Η ένταξη στους μύστες γινόταν μέσω ενός ειδικού τελετουργικού, του Consolamentum, που είχε θέση βαπτίσματος και η μοναδική προσευχή που χρησιμοποιούσαν ήταν η Κυριακή Προσευχή, στην οποία οι Καθαροί, αντί για “τον άρτον ημών τον επιούσιον”, καλούσαν τον Κύριο να τους εξασφαλίσει “τον άρτον τον ημερήσιον”. Η εκκλησία των Καθαρών ήταν οργανωμένη με βάση το σύστημα των Ακροατών, Πιστών, Τέλειων (Μυστών ή Εκλεκτών).
Οι Ακροατές ήταν άτομα που είχαν να μην αφιερωθούν ολοκληρωτικά στην πίστη και παρακολουθούσαν κάποια κηρύγματα.
Οι Πιστοί αποτελούσαν την πλειονότητα του κινήματος. Ήταν συνηθισμένοι άνδρες και γυναίκες που ασκούσαν συνήθη επαγγέλματα και ζούσαν σε πόλεις ή χωριά. Δεν εγκλείονταν σε μοναστήρια ούτε ήταν υποχρεωμένοι να απέχουν απο το κρέας, το κρασί ή το σεξ, αλλά μετείχαν κανονικά σε όλα τα υλικά πράγματα, με τη διαφορά ότι διδάσκονταν να είναι εν των κόσμω, αλλά όχι εκ του κόσμου.
Οι Τέλειοι ήταν οι αυστηροί, ανωτάτου επιπέδου και αποτελούσαν το ιερατείο του κινήματος. Τους θεωρούσαν ως ενσάρκωση του Αγίου Πνεύματος και αποτελούσαν την ίδια τη ζώσα εκκλησία.
Οι Καθαροί βρέθηκαν αντιμέτωποι με την επίσημη κρατική Εκκλησία. Οι επίσκοποί τους ζούσαν μόνο για την πίστη, χωρίς ιδιοκτησία, μεγαλεία, εκκλησιαστικά αξιώματα ή κτήματα. Πίστευαν στην επιστροφή μέσω της μετεμψύχωσης, η οποία περιλάμβανε και τη μετεμψύχωση σε σώματα ζώων. Οι ψυχές με αυτή τη διαδικασία μπορούσαν να βρουν τη λύτρωση μόνο εάν μετενσαρκώνονταν στο σώμα ενός τέλειου Καθαρού.
Το 1179, ο πάπας Αλέξανδρος Γ’ έριξε τον λίθο του αναθεματισμού κατά των Καθαρών Όποιος σκότωνε έναν Καθαρό, έπαιρνε απαλλαγή ποινής για δύο χρόνια και ετίθετο υπο την προστασία της Εκκλησίας σαν να ήταν σταυροφόρος
Το 1199, ο πάπας Ιννοκέντιος Γ‘ εξέδωσε νόμους για την εξόντωση των Καθαρών, οι οποίοι δεν αμύνθηκαν, καθώς απέρριπταν τον πόλεμο ως αντιχριστιανική ενέργεια, με αποτέλεσμα να σφαγιαστούν κατά εκατοντάδες χιλιάδες.
Στις 12 Μαρτίου του 1244 οι τελευταίοι Καθαροί παραδόθηκαν αυτοβούλως στους πολιορκητές μπροστά απο το κάστρο Μονσεγκίρ στα Πυρηναία και οδηγήθηκαν στην πυρά…
ΠΗΓΗ:
1. Μυστήρια της Δύσης, εκδ. ΔΟΜΗ
2. Sean Martin, Γνωστικοί, εκδ. Αρχέτυπο, 2008