Πρόκειται για μια περιπέτεια, που αφηγείται την ιστορία του π. Ανατόλιου, ενός παράξενου μοναχού σ’ ένα νησί του ρωσικού βορρά. Ο μοναχός εκείνος, παλεύοντας με προσωπικά πάθη, έζησε ως “διά Χριστόν σαλός”, δηλαδή παρίστανε τον τρελό κρύβοντας από τους άλλους ότι είχε γίνει πλέον ένας άγιος. Μόνο τα παιδιά και οι ταπεινοί αντιλαμβάνονταν τι κρυβόταν μέσα στην ψυχή του.
Ζει έξω από το μοναστήρι, σε μια καρβουναποθήκη, κάπως ιδιόρρυθμα. Οι συμμοναστές του δεν φαίνεται να τον συμπαθούν ιδιαίτερα, παρότι εργάζεται κοπιαστικά και τους θερμαίνει με το κάρβουνο. Κάποιοι επισκέπτες όμως τον συμπαθούν και θεωρώ ότι βοηθούνται από την προσευχή του. Αυτό το τελευταίο ξενίζει τους άλλους μοναχούς, που θέλουν να πιστεύουν πως μόνο αυτοί γνωρίζουν να ερμηνεύουν τον τρόπο που επιχέεται η χάρη του Θεού στους ανθρώπους. Είναι τραγικό να υπηρετείς ισόβια το Θεό της αγάπης και να μην αγαπάς αληθινά.
Οι προϊστάμενοι του μοναστηριού έχουν πολλές γνώσεις, πολλά πράγματα και ο κόσμος τους τρέφει μεγάλη εκτίμηση, όμως τους λείπει η αληθινή ταπείνωση και η θυσιαστική αγάπη. Ο Ανατόλιος πλησιάζει τον Θεό γυμνός, δίχως προφυλάξεις, επιφυλάξεις, όρους και δοσοληψίες. Παρουσιάζεται ατόφιος, αυτός που είναι στην πραγματικότητα. Δίχως μάσκες, ψευτοευγένειες και χαζοκαλοσύνες. Ανυπόκριτα γνήσιος, αληθινός, μετανοημένος, με συναίσθηση της αμαρτωλότητάς τους. Ο Ανατόλιος είναι ακτήμων, ελεύθερος, ενάρετος. Κρύβει όμως την αρετή του με τη διά Χριστόν σαλότητα. Αδιαφορεί για την εκτίμηση των ανθρώπων, νοιάζεται πολύ για τη σωτηρία της ψυχής του και βοηθά τους άλλους από πραγματική αγάπη, δίχως να προσδοκά έπαινο, κέρδος, τιμή. Δεν γίνεται όμως μίζερος, παραπονιάρης και κακομοίρης. Δεν προκαλεί τον οίκτο. Η στάση του έχει μια υπέροχη σεμνότητα και γενναιότητα.
Μέσα στην απέραντη μοναξιά του ο Ανατόλιος αισθάνεται ζωντανή την παρουσία του Θεού στη ζωή του και ελπίζει ακράδαντα στη συγχώρεσή του για τα μεγάλα του ανομήματα. Βαδίζει κουρασμένος και ταλαιπωρημένος δίχως τα δεκανίκια της υποστήριξης και της ψευτοπαρηγοριάς. Έχει μια αρχοντιά η ταπείνωσή του κι ένα ηρωισμό η άσκησή του. Δεν ξεγελά κανένα και δεν ξεγελιέται. Ξέρει ποιος είναι, τι κάνει και γιατί το κάνει. Τον φωτίζει ο Θεός και γίνεται άφοβος κι ελπιδοφόρος.