Τα σούπερ μοντέλα λαμβάνουν μυθικές αμοιβές. Λίγοι όμως γνωρίζουν ότι οι ρωσίδες καλλονές μετανάστριες των αρχών του 20ου αιώνα συνέβαλλαν τα μέγιστα ώστε η δουλειά του μοντέλου να μετατραπεί σε μια ενασχόληση με κύρος και υψηλές αποδοχές.
Στο Παρίσι μετά τον Α΄ Παγκόσμιο πόλεμο βρέθηκαν πολλοί μετανάστες από την επαναστατημένη Ρωσία. Αυτοί ήταν μορφωμένοι, με θαυμάσιους τρόπους και μιλούσαν καλά τα γαλλικά. Οι ρωσίδες αριστοκράτισσες που γνώριζαν τους νόμους της μόδας, αναζητώντας χρήματα για τη διαβίωσή τους, γίνονταν μοντέλα των παρισινών οίκων μόδας. Η ομορφιά τους, η αριστοκρατική ανατροφή, η γοητεία τους και η ικανότητα να πλασάρουν τον εαυτό τους, απέφεραν τεράστια έσοδα στις γνωστές μάρκες. Από τα παλατιανά σαλόνια, λοιπόν, στα παρισινά σαλόνια της μόδας!
Γεννήθηκε στην Τιφλίδα αλλά από μικρή ηλικία έζησε στην Αγία Πετρούπολη. Ήταν κυρία επί των τιμών της αυτοκράτειρας Αλεξάντρα Φιόντοροβνα. Ο Νικόλαος Β΄ που είχε μείνει έκπληκτος από την ομορφιά της, είχε πει κάποτε, «Είναι αμαρτία, πριγκίπισσα, να είστε τόσο όμορφη». Μετά την επανάσταση η Μαρία αναχωρεί για τον Καύκασο και ακολούθως για το Παρίσι. Το 1925 την προσκάλεσαν να εργαστεί στον οίκο Chanel. Η ίδια η Chanel ήταν τότε προστάτιδα των Ρώσων. Η Εριστόβα ήταν μια αδύνατη μελαχρινή που προσωποποιούσε τον τύπο ομορφιάς, ο οποίος ήταν στη μόδα τη δεκαετία του ΄20 και ταίριαζε με το στυλ της Chanel εκείνης της εποχής, ενώ η ίδια η Coco εμπνεόταν από το γεγονός ότι εργάζονται γι’ αυτήν «αληθινές ρωσίδες πριγκίπισσες». Το επάγγελμα των μανεκέν εκείνη την εποχή προϋπόθετε πολλή ομιλία, καθώς οι ίδιες οι κοπέλες σε πολλές περιπτώσεις έπρεπε να αναφερθούν σε διάφορες γλώσσες στις πελάτισσες για τα ρούχα που παρουσιάζουν, τις ιδιαιτερότητες του υφάσματος, του κοψίματος και των στολιδιών. Γι’ αυτό η Μαίρη, η οποία ήξερε 3 γλώσσες, τύγχανε μεγάλης εκτίμησης.
Τέγια (Αικατερίνα) Μπόμπρικοβα
Από το 1927 ως το 1934 εργαζόταν στον οίκο υψηλής ραπτικής της Jeanne Lanvin. Ακολουθώντας το παράδειγμά της, δημιούργησε τον δικό της οίκο μόδας «Catherine Parel». Το Parel σήμαινε «φτιαγμένο από αυτή την ίδια». Ο οίκος μόδας της Αικατερίνα Μπόμπρικοβα υπήρξε ως το 1948, και όπως οι μεγάλοι οίκοι, δημιουργούσε κι αυτός δύο -μικρές είναι η αλήθεια- συλλογές κάθε χρόνο. Μεταξύ των πελατών του οίκου της Μπόμπρικοβα ήταν διάσημοι ηθοποιοί του Παρισιού, όπως η Μισέλ Μοργκάν και η Λιζ Γκοτί. Ο οίκος Catherine Parel έραβε κοστούμια για τον κινηματογράφο, για παράδειγμα, για την ταινία «La symphonie pastorale» που διακρίθηκε στο Φεστιβάλ των Καννών.
Η πιο ακριβοπληρωμένη ρωσίδα μοντέλο, η κορυφαία από όσες μετανάστευσαν. Εργάστηκε στην κατεχόμενη Γαλλία και θεωρούταν η βασική ανταγωνίστρια των μοντέλων του Γ΄ Ράιχ. Η καριέρα της συνδέεται άμεσα με την ανάπτυξη της φωτογραφίας στη μόδα, η οποία εκείνη την εποχή γινόταν το βασικό εργαλείο του μάρκετινγκ της μόδας. Τα φωτο-σετ που έκαναν οι Horst P. Horst, Edward Steichen και George Hoyningen Huene οι οποίοι την ανακάλυψαν, δεν έβγαιναν από τις σελίδες του «Vogue» και του «Harper’s Bazaar». Η Λιουντ φωτογραφιζόταν πολύ, τόσο για περιοδικά, όσο και για διαφημίσεις, ενώ έδιναν μάχες για να την χρησιμοποιήσουν η Elsa Schiaparelli και η Coco Chanel. Η φωτογραφία της Λιουντ Φεντοσέεβα με φόρεμα αρχαιοελληνικού στυλ την οποία τράβηξε ο Horst, θεωρείται μέχρι σήμερα το πρότυπο για το πως πρέπει να φωτογραφίζει κανείς τη μόδα. Τις παραμονές της απελευθέρωσης του Παρισιού η Λιουντ έφυγε στην Αργεντινή, αλλά επιστρέφοντας έμεινε χωρίς δουλειά και χωρίς τη δόξα του παρελθόντος. Τη δεκαετία του ΄50 το πρώην αστέρι της πασαρέλας και των περιοδικών μόδας εργάστηκε αρχικά υπάλληλος σε μια αεροπορική εταιρία και μετά οικονόμος σε οίκο ευγηρίας
Ο προ-προπάππους της Ίγια ήταν Γάλλος που κατέφυγε στη Ρωσία στη διάρκεια της Γαλλικής Επανάστασης. Ο Α΄ Παγκόσμιος πόλεμος βρήκε την Ίγια μαζί με τη μητέρα της στη Γερμανία, απ’ όπου κατάφεραν να μεταβούν στην Ελβετία και μετά στη Γαλλία. Ευρισκόμενη σε δύσκολη οικονομική κατάσταση, πήγε στα Ηλύσια πεδία στις αδελφές Callot να αναζητήσει εργασία.
Της πρότειναν να γίνει μανεκέν με αμοιβή 450 φράγκα και πρωινό. Ήταν μια διέξοδος. Εκεί την πρόσεξε ένας Άγγλος πελάτης αλλά ο οίκος Callot απέρριψε αυστηρά το αίτημά του να συνομιλήσει μαζί της, λέγοντας ότι στον οίκο τους δεν συναντώνται με τις κοπέλες. Ωστόσο τα δυο νεαρά άτομα συναντήθηκαν τυχαία σε ένα εστιατόριο και ο πέμπτος βαρονέτος του πλούσιου αριστοκρατικού γένους έγινε σύζυγος της Ίγια. Ύστερα από το διαζύγιο με τον Αμπντί, αυτή, διατηρώντας τον τίτλο ευγενείας, δέχθηκε πρόσκληση από την ίδια την Coco Chanel να δουλέψει ως μοντέλο στον δικό της οίκο μόδας. Η Ίγια θεωρούταν πρότυπο κομψότητας, το πρόσωπό της βρισκόταν συχνά στις σελίδες του «Vogue» και άλλων περιοδικών μόδας, οι μεγάλοι οίκοι της πρότειναν φορέματα για τις κοσμικές της εμφανίσεις. Την καλούσαν συχνά σε κοσμικά πάρτι μασκέ και άλλες συνάξεις, τις οποίες οργάνωνε τότε στο Παρίσι ο ακούραστος μπον βιβέρ, κόμης Σιρίλ ντε Μπομόν. Αργότερα η Ίγια Αμπντί γοητεύτηκε από το θέατρο και συμμετείχε σε παραστάσεις. Η ψηλή ξανθιά γαλανομάτα με την επιβλητική κορμοστασιά και το περήφανο πρόσωπο, γνώριζε την αξία της.