δανειολήπτης ή ο εγγυητής αποδειχθεί ότι είναι ανακριβής. Επίσης, όταν ο οφειλέτης δεν προσκομίσει στην τράπεζα τα απαραίτητα δικαιολογητικά ή στοιχεία που αποδεικνύουν τη χρήση του δανείου (π.χ.τιμολόγια αγοράς ειδών).Στις συμβάσεις των δανείων περιλαμβάνεται, πλέον, όρος που αφορά τη δημοσιοποίηση των προσωπικών δεδομένων του δανειολήπτη. Συγκεκριμένα,
τα προσωπικά δεδομένα, στα οποία συμπεριλαμβάνονται τα στοιχεία συναλλακτικής συμπεριφοράς των δανειοληπτών, επιτρέπεται να ανακοινώνονται προς τρίτους,όπως είναι τα διατραπεζικά συστήματα συναλλαγών και τα αρχεία πληροφοριών, με σκοπό την προστασία της εκτέλεσης των συναλλαγών και της τραπεζικής πίστης.Μάλιστα, στην περίπτωση που η τράπεζα δεν έχει αντίθετη εντολή από τον δανειολήπτη, μπορεί να χρησιμοποιεί τα προσωπικά δεδομένα με σκοπό την προώθηση, από απόσταση, των δικών της
χρηματοοικονομικών προϊόντων. Σε αντίθετη περίπτωση, οι δανειολήπτες θα πρέπει να δηλώσουν ότι δεν θέλουν να χρησιμοποιηθούν για τον σκοπό αυτόν τα προσωπικά τους δεδομένα.
Ο πελάτης έχει δικαιώματα που ορίζονται ρητά από την Πράξη Διοικητή της ΤτΕ 2501/31-10-2002.
Ορίζει ότι οι τράπεζες οφείλουν:
• Να παρέχουν περιοδική έγγραφη ενημέρωση στους συναλλασσόμενους κατά τη διάρκεια ισχύος και λειτουργίας των συμβάσεων για τον τρόπο εφαρμογής των όρων που έχουν συμφωνηθεί.
• Να ανταποκρίνονται εντός ευλόγου χρονικού διαστήματος σε αιτήματα συναλλασσομένων για την παροχή πληροφοριών και διευκρινίσεων σχετικά με την εφαρμογή των συμβατικών όρων.
• Να διαμορφώνουν τα επιτόκια στο πλαίσιο της αρχής της ανοικτής αγοράς και του ελεύθερου ανταγωνισμού. Οφείλουν να γνωστοποιούν στους συναλλασσόμενους, πριν από τη σύναψη της σύμβασης, όλους τους όρους που τη διέπουν.
• Στην περίπτωση μονομερούς τροποποίησης των όρων των συμβάσεων, όπου αυτή επιτρέπεται, γνωστοποιούν τις σχετικές μεταβολές και προαναγγέλλουν την ημερομηνία έναρξης εφαρμογής των νέων όρων. Παρέχεται προθεσμία τουλάχιστον 30 ημερών για την αποδοχή των όρων ή την καταγγελία της σύμβασης.
• Πρέπει να υπάρχει περιοδική ενημέρωση στις καταθέσεις τουλάχιστον κάθε 3μηνο ή 6μηνο (αν δεν υπάρχει κίνηση στο λογαριασμό), Στις χορηγήσεις παρέχεται τουλάχιστο κάθε τρίμηνο ενημέρωση ως προς την εξέλιξη των ληξιπρόθεσμων οφειλών, των τόκων και λοιπών επιβαρύνσεων, καθώς και ως προς κάθε μεταβολή του επιτοκίου, όπου αυτή επιτρέπεται.
• Αν το ζητήσει ο πελάτης παρέχονται πρόσθετες πληροφορίες.
• Σε περίπτωση υπερημερίας οι τράπεζες οφείλουν εντός 30 ημερών και χωρίς να υπάρχει σχετικό αίτημα να παρέχουν αναλυτική ενημέρωση στους δανειζόμενους ως προς το ύψος των οφειλών τους(κεφάλαιο, τόκους και πάσης φύσεως επιβαρύνσεις).
• Ανάλογη ενημέρωση πρέπει να έχουν και οι εγγυητές των δανείων.
• Δεν επιτρέπεται η είσπραξη οιασδήποτε προμήθειας στις χορηγήσεις εκτός από αυτές της οργάνωσης και διαχείρισης προκειμένου περί κοινοπρακτικών δανείων και αδρανείας επί των μη αναληφθέντων ποσών πιστώσεων. Εξαιρούνται επίσης ειδικές υπηρεσίες, εφάπαξ δαπάνες και τα έξοδα υπέρ τρίτων (πχ συμβολαιογραφικα).
Για συμβάσεις με κυμαινόμενο επιτόκιο, πρέπει πέρα από το γενικό επιτόκιο αναφοράς απαιτείται πληροφόρηση σχετικά με βασικούς παράγοντες, η ενδεχόμενη μεταβολή των οποίων θα επηρεάσει το συνολικό κόστος του αντίστοιχου δανείου (όπως π.χ. παρεμβατικά επιτόκια Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας). Για δάνεια σταθερού επιτοκίου απαιτείται ανάλυση καταβολής των δόσεων κατά κεφάλαιο, τόκους και λοιπές επιβαρύνσεις.
Πρέπει να αναφέρεται επίσης αναλυτικά το ύψος των αμοιβών, του επιτοκίου υπερημερίας, οι προϋποθέσεις πρόωρης εξόφλησης ή μετατροπής των όρων του δανείου.
Η τράπεζα οφείλει να παράσχει ενημέρωση σχετικά με τον κίνδυνο από ενδεχόμενη διακύμανση της συναλλαγματικής ισοτιμίας στην περίπτωση δανείων σε συνάλλαγμα ή με ρήτρα συναλλάγματος. Πρέπει μάλιστα να κοινοποιεί και τη δυνατότητα και το κόστος χρησιμοποίησης τεχνικών κάλυψης του κινδύνου.
Στις καταθέσεις πρέπει πριν από τη συμφωνία να ενημερώνεται ο πελάτης για το ύψος του επιτοκίου ή των επιτοκίων που εφαρμόζονται, το χρόνο έναρξης και λήξης της τοκοφορίας, τη χρονική βάση υπολογισμού των τόκων (αριθμός ημερών έτους και μήνα), τις ημερομηνίες λογισμού των τόκων της κατάθεσης και την αντίστοιχη ετήσια πραγματική (effective) απόδοση, τυχόν πρόσθετους όρους και προϋποθέσεις(πχ. ελάχιστο όριο της κατάθεσης ή του μέσου υπολοίπου κατάθεσης, όροι πρόωρης απόδοσης κλπ.), τους φόρους επί των τόκων, τις προμήθειες και τυχόν έξοδα με τα οποία επιβαρύνονται οι καταθέτες για την τήρηση και κίνηση των λογαριασμών.
Ως γνωστόν, κατά το άρθρο 281 του ΑΚ, «Η άσκηση του δικαιώματος απαγορεύεται αν υπερβαίνει τα όρια που επιβάλλουν η καλή πίστη ή τα χρηστά ήθη ή ο κοινωνικός ή οικονομικός σκοπός του δικαιώματος».Από τη διάταξη
αυτή σαφώς προκύπτει ότι για την εφαρμογή της απαιτείται η συνδρομή περιστατικών, με βάση τα οποία θα κριθεί η συμπεριφορά του δικαιούχου, που προηγήθηκε της άσκησης του δικαιώματος και η πραγματική κατάσταση που
έχει διαμορφωθεί, η οποία δεν δικαιολογεί την άσκησή του, επειδή αυτή υπερβαίνει προφανώς τα όρια που καθορίζονται στη διάταξη αυτή. Η υπέρβαση είναι προφανής όταν προκαλείται η εντύπωση έντονης αδικίας σε σχέση με το
όφελος του δικαιούχου από την άσκηση του δικαιώματος. Εξάλλου, από την ανωτέρω διάταξη προκύπτει ότι, για την εφαρμογή της δεν αρκεί μόνη η μακροχρόνια αδράνεια του δικαιούχου να ασκήσει το δικαίωμά του, αλλά απαιτείται να συντρέχουν και άλλα περιστατικά ή ειδικές συνθήκες και
περιστάσεις που προέρχονται από τη συμπεριφορά του ίδιου, από τα οποία,ενόψει και της αδράνειας του δικαιούχου, να δημιουργήθηκε ευλόγως στον οφειλέτη η πεποίθηση ότι αυτό το δικαίωμα δεν πρόκειται να ασκηθεί, οπότε και
μόνον η μεταγενέστερη άσκηση του δικαιώματος, που τείνει σε ανατροπή της καταστάσεως, η οποία δημιουργήθηκε υπό ορισμένες συνθήκες και διατηρήθηκε για μακρό χρονικό διάστημα, αντίκειται προφανώς στην καλή πίστη, τα χρηστά
ήθη ή τον κοινωνικό ή οικονομικό σκοπό του δικαιώματος. παράνομοι και καταχρηστικοί είναι επίσης οι κάτωθι όροι σε πιστωτικές κάρτες:
•Προμήθεια της Τράπεζας για την ανάληψη δανείου μέσω της πιστωτικής κάρτας.
•Η ευθύνη του κατόχου της κάρτας για κάθε παράνομη χρήση της πιστωτικής κάρτας που έγινε εξαιτίας κλοπής ή απώλειάς της,
•Η δυνατότητα της Τράπεζας να αυξάνει μονομερώς το επιτόκιο, δίχως να αναφέρονται στη σύμβαση συγκεκριμένα και εύλογα κριτήρια με βάση τα οποία θα γίνει η αύξηση,
•Ο καθορισμός αποκλειστικής αρμοδιότητας για την εκδίκαση των διαφορών μεταξύ της Τράπεζας και των πελατών, τα δικαστήρια της Αθήνας, αφού αυτό έχει σαν αποτέλεσμα να επιβαρύνονται και να δυσχεραίνονται στην υπεράσπιση των νομίμων δικαιωμάτων τους οι καταναλωτές από άλλες
πόλεις
•Η πρόβλεψη ότι αν ο καταναλωτής δεν αντιδράσει σε ένα ορισμένο χρονικό διάστημα, αυτό σημαίνει ότι ο καταναλωτής έλαβε το μηνιαίο λογαριασμό από την Τράπεζα και δεν μπορεί να τον αμφισβητήσει.
Η στέρηση του δικαιώματος του καταναλωτή να προβάλλει κατά της Τράπεζας ενστάσεις που έχει κατά του προμηθευτή
•Η δυνατότητα μονομερούς αναπροσαρμογής της συνδρομής.
παράνομοι και καταχρηστικοί θεωρούνται οι κάτωθι όροι και πρακτικές:
•Η είσπραξη από τη Τράπεζα για τη χορήγηση του δανείου εξόδων χρηματοδότησης, ύψους 1% επί του ποσού του δανείου.
•Η είσπραξη εξόδων φακέλου
•Η αξίωση της Τράπεζας, σε περίπτωση πρόωρης εξόφλησης δανείου, να καταβάλει ο δανειολήπτης ποσό ύψους 2,5% επί του ποσού που αφορά τη πρόωρη προεξόφληση, σε δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο
•Η δυνατότητα της Τράπεζας να προσαρμόζει μονομερώς το επιτόκιο σε δάνεια με κυμαινόμενο επιτόκιο, δίχως η προσαρμογή αυτή να είναι σε συνάρτηση με κάποιο εύλογο κριτήριο ή να αξιώνει την επιστροφή του δανείου αν ο δανειολήπτης δεν αποδεχθεί την προσαρμογή
•Η δυνατότητα της Τράπεζας να καταγγέλλει τη σύμβαση σε περίπτωση καθυστέρησης πληρωμής οποιασδήποτε δόσης
•Η εκχώρηση από τον δανειολήπτη των μισθωμάτων του ακινήτου στην Τράπεζα για την πρόσθετη διασφάλισή της
•Η επιφύλαξη της δυνατότητας είσπραξης από την Τράπεζα προμήθειας κατά την διάρκεια του δανείου.
Οσον αφορά τον εγγυητή:
•Να μην ελευθερώνεται ο εγγυητής αν η Τράπεζα από δικό της πταίσμα δεν μπόρεσε να ικανοποιηθεί από τον δανειολήπτη ή αν η Τράπεζα παραιτήθηκε από άλλες ασφάλειες που υπήρχαν στο δάνειο,
•Να διαιωνίζεται η ευθύνη του εγγυητή ακόμα και όταν η Τράπεζα δεν επιδιώκει σε ορισμένες προθεσμίες δικαστικά την ικανοποίησή της από τον δανειολήπτη, παρότι η οφειλή είναι λήξιπρόθεσμη.
Η νέα οδηγία 2014/17/ΕΕ (4-2-2014), η οποία στοχεύει στη δημιουργία ενιαίας αγοράς ενυπόθηκης πίστης, θα ισχύει σε ολόκληρη την ΕΕ για όλα τα δάνεια που χορηγούνται σε καταναλωτές με σκοπό την αγορά κατοικίας καθώς και για όλα τα δάνεια που χορηγούνται σε καταναλωτές και εξασφαλίζονται με υποθήκη ή άλλη παρόμοια εγγύηση.
Για να εξασφαλιστεί η διαφάνεια και η συγκρισιμότητα, οι πιστωτές-τράπεζες καλούνται να παρέχουν στους καταναλωτές δύο σειρές εναρμονισμένων πληροφοριών, δηλαδή:
πληροφορίες γενικού χαρακτήρα και
εξατομικευμένες πληροφορίες, που πρέπει να παρουσιάζονται με τη μορφή τυποποιημένου εντύπου, γνωστού ως «τυποποιημένου ευρωπαϊκού δελτίου πληροφοριών».
Το άρθρο 855 ΑΚ, προβλέπει την λεγόμενη ένσταση διζήσεως. Με την προβολή της ένστασης αυτής, ο εγγυητής μπορεί νόμιμα να αρνηθεί την καταβολή της οφειλής, ωσότου ο δανειστής επιχειρήσει πρώτα αναγκαστική εκτέλεση κατά του πρωτοφειλέτη, οπότε ο εγγυητής θα ευθύνεται μόνο εφόσον αυτή αποβεί άκαρπη. Οι εγγυητές όταν υπογράφουν στις δανειακές συμβάσεις, είναι πιθανό να μην αντιλαμβάνονται ότι στις συμβάσεις αυτές υπάρχει όρος με τον οποίο παραιτούνται από την ένσταση δίζήσεως του άρθρου 855 του Αστικού Κώδικα, με αποτέλεσμα να ευθύνονται ως πρωτοφειλέτες. Συνεπώς, θα πρέπει να ελέγξετε αν στη σύμβαση που έχετε υπογράψει έχετε παραιτηθεί από την ένσταση διζήσεως και εγγυάσθε ως πρωτοφειλέτης.
Οι καταναλωτές που έχουν συνδέσει με (ξεχωριστή από τη σύμβαση) έγγραφη εντολή-εξουσιοδότηση προς την Τράπεζα, τραπεζικό λογαριασμό τους για την εξυπηρέτηση δανειακών τους υποχρεώσεων στον οποίο κατατίθενται μηνιαίως τα ποσά της μισθοδοσίας, της σύνταξης ή του επιδόματος ανεργίας έχουν το δικαίωμα με γραπτό αίτημά τους προς την Τράπεζα να ζητήσουν ανάκληση της ως άνω εντολής και εξυπηρέτηση της δανειακής υποχρέωσης με άλλο τρόπο. Η εντολή δεν είναι ανέκκλητη για τους ως άνω τραπεζικούς λογαριασμούς.
Απαγορεύεται η κατάσχεση στο λογαριασμό σας από τράπεζες ή ιδιώτες δανειστές για το ποσό που αφορά σε μισθό ή σύνταξη ή ασφαλιστική παροχή (άρθρο 982 παρ.2 περ.δ Κώδικα Πολιτικής Δικονομίας).
Εάν δεν είστε μισθωτός ή συνταξιούχος ή ακόμα κι αν το ποσό του μισθού ή της σύνταξής σας είναι μικρότερο από 1500 ευρώ, βάσει του νόμου 4161/2013, άρθρο 20, απαγορεύεται η κατάσχεση για ποσό μέχρι 1.500 ευρώ /ή 2.000 ευρώ σε περίπτωση κοινού λογαριασμού. Ωστόσο βασική προϋπόθεση για να προστατέψετε τα χρήματά σας είναι να προσδιορίσετε, σύμφωνα με το άρθρο 20 του ν.4161, το λογαριασμό για τον οποίο θα ισχύει το ακατάσχετο με δήλωσή σας προς ένα από τα πιστωτικά ιδρύματα.
Αρμόδια Αρχή η οποία βάσει του Ν. 3340/2005 σχετικού με την «προστασία της Κεφαλαιαγοράς από πράξεις προσώπων που κατέχουν προνομιακές πληροφορίες και πράξεις χειραγώγησης της αγοράς» υποδέχεται, εξετάζει και επιλαμβάνεται των σχετικών καταγγελιών, είναι η Επιτροπή Κεφαλαιαγοράς.
Οι υπάλληλοι των εταιρειών ενημέρωσης οφείλουν να κάνουν ταυτοποίηση των στοιχείων του οφειλέτη κι εφόσον αυτή πραγματοποιείται να ενημερώνουν για την ιδιότητά τους, το ονοματεπώνυμό τους, τον αριθμό μητρώου της εταιρείας, την καταγραφή των συνομιλιών καθώς και την παραμονή τους για δώδεκα μήνες στα αρχεία της εταιρείας. Στη συνέχεια μπορούν να προβούν σε οποιαδήποτε ενημέρωση σχετικά με την οφειλή.